υψίλυχνος

υψίλυχνος
-ον, Α
1. αυτός που φωτίζει ψηλά
2. (σε συνεκφορά με την λ. αυγή) φωτισμός με λυχνία που κρέμεται ψηλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + λύχνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λύχνος — I Σκεύος φωτισμού της αρχαιότητας αλλά και μεταγενέστερων εποχών. Αποτελείται κυρίως από ένα δοχείο που φέρει την καύσιμη ύλη (λάδι ή λίπος) και ένα φιτίλι που καίγεται, βυθισμένο σε αυτήν. Το μέσο αυτό εκτόπισε γρήγορα τα κεριά και τα δαδιά, ενώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”